γυμνόσωμα

γυμνόσωμα
(gymnosoma).Οικογένεια μαλακίων του αθροίσματος των πτεροπόδων, που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη βραγχιακού εξωτερικού συστήματος στους πλοκάμους των ζώων που ανήκουν σε αυτή. Τα κυριότερα γένη της είναι η κλιωνία και το πνευμονόδεντρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γυμνόσωμος — η, ο 1. αυτός που έχει γυμνό σώμα 2. το ουδ. εν. ως ουσ. «το γυμνόσωμα» μικρή μύγα που ζει επάνω στα άνθη, κυρίως στα σκιαδανθή 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γυμνοσώματα πτερόποδα μαλάκια με μικρό ατρακτοειδές σώμα …   Dictionary of Greek

  • γαστερόποδα — Ομοταξία ασπόνδυλων μαλακίων. Περιλαμβάνει είδη που ζουν στις θάλασσες, στα γλυκά νερά και στο χερσαίο περιβάλλον. Το σώμα τους χαρακτηρίζεται γενικά από μια ισχυρή ασυμμετρία πολύ ή λίγο εμφανή και διακρίνεται σε αυτό η κεφαλή, το πόδι, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”